- παλλάδιον
- Ομοίωμα οπλισμένης θεότητας, κυρίως της Παλλάδας Αθηνάς, το οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι, προστάτευε την πόλη στην οποία ανήκε. Περίφημο ήταν το π. της Τροίας, που άρπαξαν από την πόλη ο Οδυσσέας και ο Διομήδης. Το π. είχε τη μορφή ξοάνου και φυλαγόταν ζηλότυπα στο άδυτο του ναού. Η παρουσία του εξασφάλιζε την προστασία της πόλης και την έκανε απόρθητη. Στην τέχνη απεικονιζόταν (κυρίως σε αγγεία, από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ.) ως άγαλμα της θεάς Αθηνάς, οπλισμένης με δόρυ και ασπίδα και έτοιμης να πλήξει τον εχθρό. Π. λεγόταν στην αρχαία Αθήνα και το δικαστήριο που δίκαζε τους ακούσιους φόνους και τους φόνους μετοίκων και ξένων. Λεγόταν και το επί Παλλαδίω.
Dictionary of Greek. 2013.